- κιθάρισις
- κιθάρισις, ἡ (Α) [κιθαρίζω]1. κιθάρισμα, το παίξιμο τής κιθάρας («ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων ἢ γραμμάτων τε καί κιθαρίσεως», Πλάτ.)2. φρ. «ψιλή κιθάρισις» — το παίξιμο τής κιθάρας χωρίς άσμα, χωρίς ωδή.
Dictionary of Greek. 2013.